- λογομαχία
- querelle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λογομαχία — λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc/acc dual λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίᾳ — λογομαχίαι , λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχία — η (AM λογομαχία) [λογομαχώ] ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις … Dictionary of Greek
λογομαχία — η φιλονικία, διαμάχη με λόγια: Μετά τη λογομαχία τους πιάστηκαν και στα χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογομαχίας — λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem acc pl λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαι — λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαν — λογομαχίᾱν , λογομαχία war about words fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαις — λογομαχία war about words fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογομαχία, αυτός που γίνεται με λογομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογομαχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γεώργιο Φατζέα] … Dictionary of Greek
επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… … Dictionary of Greek
ντέσπουτα — η (Μ ντέσπουτα και δίσπουτα) (διαλ.) 1. έντονη συζήτηση, λογομαχία για θέματα επιστημονικά ή φιλοσοφικά 2. δικανική αγόρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputa < λατ. disputo «συζητώ έντονα». Ο τ. δίσπουτα < ιταλ. disputa «λογομαχία»] … Dictionary of Greek